- εφάπτομαι
- εφάπτομαι βλ. πίν. 12
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — 1. αγγίζω κάτι ελαφρά, ακουμπώ. 2. το θηλ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ., εφαπτομένη ευθεία γραμμή που αγγίζει σημείο καμπύλης γραμμής: Εφαπτομένη του κύκλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐφάπτομαι — ἐφάπτω bind on pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek
συμψαύω — Α 1. εφάπτομαι («συμψαυόντων τῶν σχημάτων ἀλλήλοις», Πολ.) 2. (για λαούς) συνορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψαύω «εφάπτομαι, αγγίζω»] … Dictionary of Greek
έφαμμα — ἔφαμμα, ατος, τὸ (Α) [εφάπτομαι] ἐφαπτίς*, είδος στρατιωτικού επενδύτη, πανωφοριού … Dictionary of Greek
έφαψη — η (Α ἔφαψη) [εφάπτομαι] νεοελλ. βιολ. η «ηλεκτρική» σύναψη κατά την οποία το προσυναπτικό δυναμικό δράσης μεταβιβάζεται στη μετασυναπτική μεμβράνη χωρίς παρεμβολή χημικού νευροδιαβιβαστή όπως γίνεται στις γνήσιες συνάψεις αρχ. 1. άγγιγμα, επαφή,… … Dictionary of Greek
δισεφαπτόμενος — μένη, μενο αυτός που έχει δύο σημεία επαφής («δισεφαπτομένη καμπύλη», «επίπεδο δισεφαπτόμενο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + εφάπτομαι] … Dictionary of Greek
εγχρίμπω — ἐγχρίμπω και ἐγχρίπτω (AM) 1. πλησιάζω («τῇ τάφρῳ ἐγχρίμπτουσιν») 2. εφάπτομαι βίαια, συγκρούομαι αρχ. 1. φέρνω κοντά σε κάτι, πλησιάζω με τη βία 2. (για έντομα με δηλητηριώδες κεντρί) μπήγω με ορμή 3. εισχωρώ 4. προσεγγίζω 5. πλησιάζω γυναίκα… … Dictionary of Greek
εμψαύω — ἐμψαύω (Α) εφάπτομαι, αγγίζω … Dictionary of Greek